Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ ὀξύπτερα

См. также в других словарях:

  • ὀξύπτερα — ὀξύπτερον sharp neut nom/voc/acc pl ὀξύπτερος sharp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξύπτερος — ὀξύπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀξύπτερος α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος β) το γεράκι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον το γεράκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα τα γρήγορα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»